- συγκαταλέχω
- Α1. κοιμάμαι με κάποιον2. (το μέσ.) συγκαταλέχομαιξαπλώνω μαζί με άλλον ή άλλους ή δίπλα σε άλλον ή άλλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + καταλέχομαι «είμαι ξαπλωμένος κάτω, κατακλίνομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.